Κωνσταντίνος Δομηνίκ: Μια συνέντευξη

Κωνσταντίνος Δομηνίκ: Μια συνέντευξη για το «Κακό ανήλιο» – τη συλλογή διηγημάτων με δώδεκα διαμάντια

Favorite

Αν έχει σημασία πώς είσαι όταν διαβάζεις ένα βιβλίο έχει άλλη τόση η κατάσταση που βρίσκεται κάποιος που θέλει να γράψει δύο λόγια για αυτό. Έτσι και με το «Κακό ανήλιο», αυτή τη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Δομηνίκ που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ίκαρος, αλλιώς με βρήκε όταν πρωτάνοιξα τις σελίδες του και αλλίως στις μέρες που μεσολάβησαν από την πρώτη ανάγνωση μέχρι τώρα που γράφω αυτές τις σειρές. Οπότε τι έκανα; Το ξαναδιάβασα και, πιστέψτε με, η απόλαυση ήταν εξίσου μαγική και τις δύο φορές.

Κατάλαβα δε ότι οι ιστορίες του βιβλίου όσο κι αν κάποιες είναι πιο μικρές διαθέτουν εκείνα τα λογοτεχνικά πλοκάμια που σε κρατάνε δεμένο μαζί τους την ίδια ώρα που αφήνουν το νου σου ελεύθερο να ταξιδέψει στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρά τους.

Οι ερωτήσεις που τόσο ευγενικά μου απάντησε πολύ γρήγορα ο συγγραφέας, γράφτηκαν αμέσως μόλις έκλεισα το βιβλίο. Με την αψάδα του ενθουσιασμού – που παραμένει το ίδιο έντονος και σήμερα.

Οι δώδεκα ιστορίες, τα δώδεκα διηγήματα που αποτελούν το «Κακό Ανήλιο» δίνουν τις εικόνες μιας ελληνικής περιφέρειας τόσο πραγματικής την ώρα που ο μαγικός ρεαλισμός που επικρατεί στο ύφος του συγγραφέα τις κάνουν σχεδόν καταπραϋντικά οικείες είτε τα «πλάσματα της άλλης πλευράς» (όπως λέει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) προκαλούν εφιάλτες είτε «παρήγορα θαύματα» (πάλι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Ναι, με πολλούς τρόπους χρειαζόμαστε ιστορίες όπως τα διηγήματα του Κωνσταντίνου Δομηνίκ στο «Κακό Ανήλιο», εμείς οι αναγνώστες για να νιώσουμε τη δύναμη της λογοτεχνίας. Παράλληλα βλέπουμε ότι υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Δομηνίκ, που έχουν πάρει τη βαριά σκυτάλη της ελληνικής λογοτεχνίας και όλα δείχνουν ότι, θα την πάνε πολύ μακριά.

Ο λόγος πλέον στον Κωνσταντίνο Δομηνίκ λοιπόν με την πρώτη ερώτηση:

Πώς γεννήθηκαν οι ιστορίες του βιβλίου;

Μεταπλάθοντας παλιά, δικά μου θραύσματα. Παραλλάσσοντας εικόνες, εντείνοντας φόβους, μαυλίζοντας ιδέες μουσκεμένες απ’ τα διαβάσματα μου. Με ξενύχτι και άγχος. Αλλά κι ανεβαίνοντας στο χωριό – να με δει ο τόπος και ν’ ακούσω, νύχτα, τους παππούδες στο καφενείο.

Ποια στοιχεία της δικής σας ταυτότητας υπάρχουν μέσα στο βιβλίο;

Δύσκολο να πω – είναι χτισμένα πια, στα θεμέλια των ιστοριών. Αλλά κι αυτό που λένε: Ότι ο δημιουργός προκύπτει εκ νέου μέσα από το έργο του. Τον ανασυνθέτει δηλαδή, το ίδιο του το έργο, απ’ ένα σημείο και μετά. Παράξενο.

Σε μια ιστορία τρολάρετε και μόνος σας την ντοπιολαλιά που «ακούνε» οι δύο ήρωες. Ποια ανάγκη σας οδήγησε να γράψετε με ντοπιολαλιά;

Δεν νομίζω ότι γράφω σε ιδίωμα. Χρησιμοποιώ μεν κάποιες χωριάτικες λέξεις, αλλά σκόρπια, εδώ κι εκεί, επειδή το απαιτεί η σκηνογραφία. Το χωριό, η ύπαιθρος. Ενδεχομένως, σ’ ένα δυο σημεία, να στριμώχνονται κάπως ή να υπάρχει συγκεκριμένος ρυθμός γραφής – εντάξει. Δεν έγραψα όμως εξ’ ολοκλήρου στα χωριάτικα όπως π.χ. πολύ αριστοτεχνικά κατάφερε ο Σωτήρης Δημητρίου με τον «Ουρανό απ’ άλλους τόπους».

Ήθελα να γράψω ιστορίες υπερφυσικού τρόμου, με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ίσως και επιστημονικής φαντασίας. Κι επειδή μεγάλωσα και ζω ακόμα κοντά στο χωριό, μου βγήκε πιο φυσικό να τις εντάξω σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο. Έτσι δηλαδή με πείθανε. Υπάρχει βέβαια και μια πρόθεση επανανοηματοδότησης, να δω από τι βαστιέται ο τόπος μέσα μου, η νοσταλγία για πρόσωπα και καταστάσεις, ένας κρυφός ρομαντισμός, ιδωμένα όμως όλα υπό το αλλόκοτο πρίσμα.

Δε φοβηθήκατε ότι για κάποιους μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη η χρήση της; Ή κάποιοι αναγνώστες σας να τη θεωρούν επιτηδευμένη;

Επιτηδευμένο ίσως φανεί το ύφος, το στυλ. Κάτι απολύτως σεβαστό. Σε καμία περίπτωση όμως οι λιγοστές ντόπιες λέξεις του βιβλίου, που μιλιούνται ακόμα στο χωριό. Αλλά και τα εντελώς χωριάτικα – απλά ελληνικά είναι, με το νόημα κάποιων λέξεων να προκύπτει απ’ τα συμφραζόμενα.

Ποιο από τα διηγήματα του βιβλίου σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Το «Πέρα απ’ τον τρούλο». Δεν εξημερωνόταν με τίποτα. Όπως και να το προσέγγιζα, αυτό εκεί – μοναχό νερό.

Ποιος διαβάζει πρώτα τα γραπτά σας και πότε ξέρετε ότι ένα κείμενο έχει τελειώσει από πλευράς σας;

Τα δίνω πρώτα στη γυναίκα μου. Ακολουθεί ο απαραίτητος καυγάς, αλλά μετά προβαίνω σχεδόν πάντα σε διορθώσεις. Πρέπει όμως να νιώσω ότι οι προτάσεις εκχύνονται με φυσικό τρόπο, για να τελειώσει μια ιστορία. Να μου δώσουν την αίσθηση ότι σχηματίζουν ένα ενιαίο σύνολο. Μια νοητική κατασκευή, με αρχή, μέση και τέλος, που λειτουργεί.

Πότε νιώσατε την ανάγκη να καταγράψετε ιστορίες;

Περισσότερο την ανάγκη να δημιουργήσω είχα. Να καλλιτεχνήσω. Μ’ ακολουθεί, με τρώει ήδη απ’ τα μακρινά φαράγγια της παιδικής μου ηλικίας.

Πώς γράφετε; Εννοώ τεχνικά: σχέδιο με στυλό/μολύβι, τάμπλετ, κατευθείαν υπολογιστής; Γράφετε σε συνθήκη απόλυτης ησυχίας ή ακούτε μουσική και τι;

Γράφω κατευθείαν σε υπολογιστή. Με το backspace ξεμπερδεύω. Άλλοτε δεν θέλω ούτε ανάσα ν’ ακούω κι άλλοτε μετά ορχηστρικής μουσικής. Συνήθως κλασσική, ήπιο black metal και dungeon synth.

Η μεγάλη φόρμα είναι μέσα στα σχέδιά σας;

Προς το παρόν δεν υπάρχει η απαιτούμενη υπομονή. Στο μέλλον, ίσως.

Τι διαβάζετε αυτή την εποχή;

Τη συλλογή διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα», του Κώστα Δρουγαλά και το μυθιστόρημα «Μεφιστόπολη», του Έντουαρντ Λη.

Θα μας «παρουσιάσετε» τον Κωνσταντίνο μέσα από πέντε βιβλία που σας περιέχουν;

Τομ Σόγιερ, του Μαρκ Τουαίην. Ιστορία δίχως τέλος, του Μίχαελ Έντε. Μόμπυ Ντικ, του Χέρμαν Μέλβιλ. Ανάστροφα, του Ζορίς-Καρλ Ουισμάνς. Στο δρόμο, του Τζακ Κέρουακ.

Από το Βερολίνο στην Κατερίνη. Τι αφήσατε πίσω και τι κρατήσατε στη μετάβασή σας αυτή;

Μετακομίσαμε αμέσως με το που γεννήθηκα, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Κατόπιν, επιστρέφαμε ανά διαστήματα, σε περιόδους διακοπών. Όσο μεγάλωνα εδώ, στην Ελλάδα, κυριαρχούσε μόνιμα ένα γερμανικό μικροκλίμα εντός σπιτιού – παρακολουθούσαμε γερμανική τηλεόραση, μιλούσαμε γερμανικά μεταξύ μας, κλπ.

Μέσα κοινωνικής δικτύωσης – Είστε «δικτυωμένος» ή θεωρείστε «ελεύθερος» από τα σόσιαλ;

Έχω facebook, αλλά νομίζω πλέον ότι δεν μου πάει. Εκνευρίζομαι. Νιώθω όμως εξαρτημένος.

Τι φοβάστε και πώς καταπολεμάτε τους φόβους σας;

Φοβάμαι το άγνωστο – το θάνατο σε όλες του τις εκφράσεις. Συνεπώς και το σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας. Πώς το αντιμετωπίζω; Μένοντας ξάγρυπνος, σ’ επιφυλακή.

Γιάννης Καφάτος

Σχόλια

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Διαβάστε ακόμα

Scroll to Top