Ο schoolmarius είναι από τους λογαριασμούς, που μαζί με άλλους-χιλιάδες, παρακολουθώ στο Instagram, εδώ και πολλά. Πίσω όμως από τον λογαριασμό υπάρχει ένας άνθρωπος, ένας δάσκαλος που με την ευθύτητα και την ευαισθησία του έχει καταφέρει να γίνει αγαπητός. Δεν είναι ένας ινφλουένσερ ο Μάριος Μάζαρης. Είναι ο δάσκαλος που θα ήθελα να έχουν τα παιδιά μου αλλά και ο φίλος που θα ήθελα να έχουν τα παιδιά μου μεγαλώνοντας.
Τα πρόσφατά του βιβλία, το παιδικό παραμύθι «Το πηγάδι με τα χθες» και το βιβλίο για τη γονεϊκότητα, αυτή τη δύσκολη συνθήκη του «παίζω και μαθαίνω» να είμαι γονιός με τον τίτλο: «Έλα να ψηλώσουμε μαζί – 104 ιστορίες γονεϊκότητας» που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο ήταν η αφορμή για την γνωριμία μας, πέρα του ινσταγκραμικού πλανήτη.
Και στα δύο βιβλία, αν και τα κοινά που απευθύνονται είναι διαφορετικά, ο Μάριος Μάζαρης διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο αγαπητό: έχει ανοιχτές τις κεραίες του για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, παραμένει ευγενής, και νιώθεις ότι καταλαβαίνει τον άλλο.
Ένα παραμύθι δε λέει ποτέ ψέματα και «Το πηγάδι με τα χθες» έχει καταφέρει να πει μεγάλες αλήθειες για τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας, είτε είμαστε παιδιά, είτε …μεγάλα παιδία, είτε όντως μεγαλωμένοι άνθρωποι.
Αλήθειες, όμως, βρήκα και στο βιβλίο του «Έλα να ψηλώσουμε μαζί». Εκεί ο Μάριος Μάζαρης δείχνει ότι εκτός της ευαισθησίας ( που ναι, την έχω αναφέρει στις περισσότερες παραγράφους του κείμενου αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν είναι αυτονόητο ότι έχουν οι δάσκαλοι, και γενικά συνομιλητές, συνοδοιπόροι που θα συναντήσει ή συναντά κάποιος στη ζωή του) έχει μια σημαντική οξυδέρκεια να ερμηνεύει τα σημάδια των καιρών γύρω από τα παιδιά αλλά και τις συμπεριφορές του οικογενειακού περιβάλλοντος που αυτά μεγαλώνουν.
Τα παιδιά τα λατρεύει ο Μάριος Μάζαρης και μέσα από βιβλίο του «Έλα να ψηλώσουμε μαζί» γίνεται ένας δικός μας άνθρωπος που «κουβεντιάζει» για τα θέματα που λίγο-πολύ όλοι καταπιάνονται γύρω και για τα παιδιά. Η διαφορά είναι ότι ο κείμενό του, δεν είναι «μάθημα». Δεν μας κάνει μαθήματα ο συγγραφέας. Δεν μας κουνάει το δάχτυλο με ίχνη επίκρισης. Δεν το παίζει έξυπνος και ομιλών εκ του ασφαλούς. Τα κείμενα του Μάριου Μάζαρη μοιάζουν περισσότερο με μια ειλικρινή συνομιλία δυο ανθρώπων που τους συνδέει ένας ουσιαστικός σεβασμός και αλληλοεκτίμηση, του συγγραφέα και του αναγνώστη. Εκεί νομίζω έγκειται η μεγαλύτερη επιτυχία του βιβλίου.
Καλύτερα όμως να «ακούσουμε» τον συγγραφέα, τον δάσκαλο, τον Μάριο Μάζαρη σε μια συνέντευξη που απαντάει στις ερωτήσεις μου με ειλικρίνεια και φως. Όπως το φωτεινό χαμόγελό του. Με την ευκαιρία να τον ευχαριστήσω και δημόσια για το χρόνο που μου διέθεσε μέσα σε ένα βαρυφορτωμένο πρόγραμμα με ταξίδια, παρουσιάσεις και λήξη της σχολικής σεζόν!
Ας ξεκινήσω με «Το πηγάδι με τα χθες» και η πρώτη ερώτησή μου είναι: Πώς γεννιέται ένα παραμύθι;
Από την ανάγκη μου να πω μια ιστορία. Γι’ αυτό και όσα έχω γράψει ως τώρα είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα, σε ιστορίες που θαυμάζω ότι υπάρχουν και δεν τις σκέφτηκε ανθρώπινος νους. Νομίζω έχουμε περισσότερη ανάγκη να συνδεθούμε με τον ρεαλισμό γύρω μας, παρά με τη φαντασία.
Έχεις γνωρίσει / συναντήσει κάπου κάποιον που είναι ο «ζωγράφος» του παραμυθιού;
Ναι, για την ακρίβεια ο ζωγράφος της ιστορίας κατοικεί σε ένα νησί των Δωδεκανήσων, τον γνώρισα το περασμένο καλοκαίρι και μαγεύτηκα τόσο από τα λόγια του όσο και από την αύρα γύρω του. Το πηγάδι, τα χρυσόψαρα, οι πίνακες είναι όλα υπαρκτά στο εργαστήρι του. Κι αυτό είναι που με συγκινεί βαθιά, η ομορφιά των ανθρώπων γύρω μας που δεν προλαβαίνουμε πάντα να παρατηρήσουμε και η σοφία που κρύβoυν ο δικός τους τρόπος ζωής κι η σκέψη τους.
Όταν γράφεις ένα παραμύθι, έχεις επίγνωση ότι οφείλεις να παραδώσεις μια διδακτική ιστορία ή αφήνεσαι στην τέρψη της γραφής και σε πάει εκείνη όπου …θέλει;
Όχι, δεν θέλω να είμαι διδακτικός, δεν το σκέφτομαι ποτέ όταν ξεκινώ να γράφω ούτε έχω ένα βασικό μήνυμα στον νου μου που θέλω να περάσω, γι’ αυτό και τα βιβλία μου ίσως δεν έχουν ένα κεντρικό μήνυμα, αλλά οδηγούν σε πολλές σκέψεις και σε πολλά επίπεδα, γιατί κάθε αναγνώστης διαβάζει, αντιλαμβάνεται, μαγεύεται με διαφορετικούς τρόπους και μου αρέσει που ο καθένας θα σταθεί σε άλλα σημεία και θα τα ερμηνεύσει με διαφορετικούς τρόπους. Ακόμα κι εγώ καταλαβαίνω άλλα πράγματα σε όσα έχω γράψει καιρό μετά και μου φωτίζονται σημεία που γράφτηκαν ασυναίσθητα.
Ποιος διαβάζει τα παραμύθια σου πριν φτάσουν στον εκδοτικό οίκο; Πότε ξέρεις ότι είναι έτοιμα;
Δεν είμαι ποτέ σίγουρος ότι είναι έτοιμα, ξέρω μόνο ότι προσπαθώ να τα φτάνω σε σημείο που οι λέξεις να μην περισσεύουν, να είναι δηλαδή κατανοητά χωρίς να χρειάζονται πολλές λέξεις για να πουν αυτό που έχω στον νου μου. Συνήθως τα δίνω σε 4-5 πρόσωπα που εκτιμώ τη σκέψη τους και τη ματιά τους, που προσεγγίζουν τη ζωή με διαφορετικούς τρόπους και ακούω τη γνώμη τους. Αυτό που για μένα είναι κοινός παρονομαστής και στόχος είναι η συγκίνηση και ένα κείμενο ικανό να σου προκαλέσει συναισθήματα, να μην είναι άδειο, ψυχρό ή αδιάφορο.
Να έρθουμε τώρα στο «Έλα να ψηλώσουμε μαζί: 104 αληθινές ιστορίες γονεϊκότητας» και να σε ρωτήσω ποια προσωπική σου ανάγκη καλύπτει αυτό το βιβλίο;
Να καταγράψω ιστορίες πολύ σημαντικές, γιατί είναι ένα βιβλίο γεμάτο αληθινές ιστορίες, πολλές από αυτές από αγαπημένα μου πρόσωπα που κουβαλάω στην καρδιά και στην ψυχή μου λίγο ή παραπάνω καιρό και που ήθελα με έναν τρόπο να μπουν όλες μαζί σε ένα βιβλίο που μπορώ να μοιραστώ με όλο τον κόσμο. Κι ακόμα, καθώς όλοι ψάχνουν ένα εγχειρίδιο γονεϊκότητας, ήθελα να προσφέρω τη δική μου εκδοχή που πατάει ακριβώς σε αυτό, ότι δεν υπάρχει κατάλληλο εγχειρίδιο που να ανταποκρίνεται σε όλες και όλους, ένα βιβλίο που προσφέρει πολλές πλευρές σε όλα τα ζητήματα της ζωής. Καταχρηστικά ο τίτλος μιλάει για γονεϊκότητα, προσωπικά θεωρώ ότι είναι ένα βιβλίο για όλους, καθώς έχει μέσα αντιπροσωπευτικά κεφάλαια όλης μας της ζωής και καθημερινότητας, από το πώς μεγαλώνουμε τον εαυτό μας, πώς βάζουμε όρια, πώς ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις των άλλων και πώς διαμορφώνουμε την κουλτούρα μας, πώς αλληλεπιδρούμε με το παιδί γύρω μας αλλά και με αυτό μέσα μας, πώς μας αγκαλιάζουμε και πώς μας ψηλώνουμε σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται στο ΜΑΖΙ.
Κάτω από κάθε κεφάλαιο/ιστορία υπάρχει ένα πλαίσιο που καλεί τον αναγνώστη με τη φράση «τι θέλεις να θυμάσαι και τι να προσπαθήσεις» να κρατήσει τις δικές του σημειώσεις. Πώς προέκυψε αυτό; Τι περιμένεις από τους αναγνώστες σου;
Προέκυψε από τη συνειδητοποίηση ότι δεν προσέχουμε πολύ τις καταστάσεις γύρω μας, δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε ή να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση αυτών που παρατηρούμε. Σκέφτηκα λοιπόν ότι λείπει αυτό, τα δευτερόλεπτα ή τα λεπτά που θα σκεφτεί ο καθένας μας «εγώ τι θα έκανα στη θέση του;». Αν το σκεφτεί, αν το σημειώσει, είναι πιο πιθανό να το ανασύρει από τη σκέψη όταν χρειαστεί να το εφαρμόσει. Θα ήθελα λοιπόν θεωρητικά και πρακτικά να παίρνουμε θέση στη ζωή και να προετοιμαζόμαστε για πολλά παπούτσια άλλων, όταν αυτό είναι εφικτό, που δεν είναι πάντα.
Θέλω να μου πεις πώς έχεις βιώσει ως δάσκαλος και ως συγγραφέας –το λες άλλωστε στο βιβλίο σου– πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αλλάξει τη γονεϊκότητα, αλλά και την ιδιωτικότητα των παιδιών και των μεγάλων.
Βλέπω πως διανύουμε μια εποχή που οι γονείς είναι πιο υποψιασμένοι για το μεγάλωμα των παιδιών, πιο ευαισθητοποιημένοι στο να «ψάξουν» τον ψυχισμό και τη διαπαιδαγώγησή τους, αλλά ταυτόχρονα και πιο πιεσμένοι χρονικά για να τα εφαρμόσουν. Ψάχνουν εύκολες και γρήγορες λύσεις, που στο κομμάτι των σχέσεων δεν είναι ποτέ εφικτό, δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι, ειδικά η γονεϊκότητα δεν είναι μονοπάτι, είναι δρόμος ταχείας κυκλοφορίας και μεγάλων αποστάσεων, θέλει συνεχή προσπάθεια να μη βγεις εκτός λωρίδας. Στην προσπάθεια αυτή προστίθενται τα σοσιαλ μίντια κι εκεί γίνονται παρεκτροπές: δημοσιοποίηση προσωπικών στιγμών, ανταγωνισμός τελειότητας ιδανικού γονέα ή παιδιού και πολλά άλλα ανέφικτα, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει τέλειος γονέας και δεν χρειάζεται να υπάρξει, θέλουμε απλώς ανθρώπους που προσπαθούν. Αυτό από μόνο του βοηθάει, όταν οι γονείς είναι παρόντες.
Αν μπορώ να κάνω μια διαπίστωση, είναι ότι ένας δάσκαλος έρχεται αντιμέτωπος με τρία μεγάλα «τέρατα», εκτός από τα ίδια τα παιδιά φυσικά. Πρώτο είναι τα θεσμικά θέματα, δεύτερο τα υλικοτεχνικά και τρίτο και φαρμακερό οι γονείς. Το πιστεύεις αυτό; Και ποιο είναι για σένα το πιο δύσκολο να αντιμετωπίσεις;
Όχι, δεν το πιστεύω και δεν αντιμετωπίζω τίποτα ως «τέρας». Τα τέρατα τα σκοτώνεις ή θες να τα πολεμήσεις ή να τα αποφύγεις, το σχολείο για μένα είναι μια προσπάθεια να έρθεις κοντά με τα παιδιά, τους γονείς, με τον εαυτό σου. Δεν είναι εύκολο, η ταχύτητα με την οποία δουλεύουμε δεν βοηθάει πάντα να δούμε καθαρά, να δώσουμε σημασία σε περιστατικά που αν είχαμε λιγότερα παιδιά στις τάξεις ή βοήθεια από την πολιτεία θα δίναμε. Αλλά είναι μια περιπέτεια κι αυτή, μια καθημερινή προσπάθεια να ισορροπήσεις. Για μένα η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να βρεις την ισορροπία ανάμεσα στο προσπαθώ να επενδύσω στις ανθρώπινες σχέσεις και ψυχές και στο να προχωρήσουμε την ύλη, γιατί το σχολείο είναι και μάθημα, εκτός από γνωριμία και εξερεύνηση του εαυτού μας. Το κομμάτι των γονέων είναι κάτι που σέβομαι και εκτιμώ και προσπαθώ να έχω κοντά μου, γιατί η δουλειά μας είναι κοινή, οι στόχοι κοινοί απλώς ιδωμένοι από άλλες πλευρές. Προσπαθώ να βλέπω από τη σκοπιά των γονέων και εκείνοι να καταλάβουν τη δική μου.
Πώς αντιμετωπίζουν οι γονείς μια διδασκαλική παραίνεση να δει το παιδί τους ένας ειδικός είτε για γνωσιακά είτε για ψυχολογικά θέματα; Και πότε παίρνεις την απόφαση να την κάνεις;
Ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, που δεν θα έπρεπε να μας προβληματίζει πολύ, γιατί γίνεται για καλό. Από τη μια όμως οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ειδήμονες στο να βγάζουν γνωματεύσεις, παρά να μεταφέρουν παρατηρήσεις και να συζητήσουν συμπεριφορές, από την άλλη οι γονείς χρειάζεται να πειστούν ότι δεν είναι κατακριτέο ένα παιδί να έχει μαθησιακές δυσκολίες ή να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το σύνηθες. Είναι σημαντικό να είσαι βέβαιος για όσα παρατηρείς, να είσαι όσο γίνεται αντικειμενικός και να δώσεις το μήνυμα ότι είσαι εκεί ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Δεν είναι βαρίδι ένα παιδί με δυσκολίες ή που έχει ανάγκη καθοδήγησης∙ βαρίδι είναι η έλλειψη σύνδεσης γονέων και σχολείου και η εμπιστοσύνη που αμφισβητείται.
Πώς θα ήθελες να είναι το ιδεατό σχολείο;
Δεν ξέρω αν υπάρχει ιδεατό σχολείο για όλους, καθένας τα βλέπει διαφορετικά όπως πάντα. Σίγουρα πιστεύω θα βοηθούσε αν το σχολείο είχε λιγότερη ύλη να αποστηθίσουν οι μαθητές του, περισσότερα αντικείμενα κοντά στα ενδιαφέροντά τους και να εξηγούσε πειστικά γιατί μαθαίνουμε όσα μαθαίνουμε, πώς συνδέονται με τη ζωή εκεί έξω. Να συμπεριλαμβάνει τους μαθητές της κάθε εποχής σε όσους διαμορφώνουν το πρόγραμμα, τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά τους και να εξελίσσει περισσότερο δικές τους κλίσεις και όχι των ενηλίκων. Ίσως παραείναι ιδεατό, αλλά πιστεύω σε ένα σχολείο με παραπάνω συναίσθημα.
Είναι ευτυχισμένα τα παιδιά σήμερα, σε σύγκριση ας πούμε με τη δική σου παιδική ηλικία;
Δύσκολο να το απαντήσω, γιατί η ευτυχία είναι κάτι σχετικό και επηρεάζεται από πολλές συνθήκες. Θα έλεγα ότι άλλοτε φαίνονται ανικανοποίητα, ακριβώς γιατί υπάρχει μια υπερπροσφορά υλικών αγαθών, εμπειριών, καταστάσεων, και άλλοτε αφρόντιστα ή μοναχικά, άλλοτε χαρούμενα, σίγουρα όμως ευτυχία δεν είναι να σου τα παρέχω όλα, εκεί σε μαθαίνω στη δυστυχία να μην μπορείς να επιλέξεις ή να μην μπορείς στο μέλλον να τα διατηρήσεις. Ευτυχία σήμερα είναι να καταφέρω να περάσω χρόνο μαζί σου ή να βοηθήσω το παιδί να εστιάσει ή να απολαύσει τη δική του δημιουργική βαρεμάρα.
Πάλι από την εμπειρία σου: Ποιους φόβους κουβαλάνε τα παιδιά σήμερα;
Ίσως τον φόβο τού να μην ανήκω στην εποχή μου. Είναι πιο δύσκολο σήμερα για ένα παιδί να μην έχει κινητό, να μην ακούει τις μουσικές των υπολοίπων, να μη βλέπει τα ίδια βίντεο και σειρές, είναι τόσο καταιγιστική η συνθήκη που νιώθει αμέσως ξένο. Ξέρω βέβαια παιδιά που απέχουν από τις μόδες κινητών και συναφών, είναι πολύ χαρούμενα, αλλά και συνειδητοποιημένα ότι αυτό θα τους στερήσει δημοφιλία. Ο φόβος της διαφοροποίησης λοιπόν, ακόμα κι αν εκφράζεται σε ρούχα, εμφάνιση, δραστηριότητες, είναι αυτός στον οποίο μπορούμε να επικεντρωθούμε και να προσπαθήσουμε να τον εξαλείψουμε.
Θα μας συστηθείς μέσα από πέντε έργα τέχνης που θεωρείς ότι σε έχουν καθορίσει ή σε περιέχουν με έναν τρόπο.
Μόνο 5; Νομίζω είναι αμέτρητα, γιατί καθημερινά έρχομαι σε επαφή με κείμενα, παραστάσεις, μουσεία, ταξίδια και απ’ όλα παίρνω στοιχεία που αφομοιώνω ως δικά μου. Η ζωή είναι γεμάτη δανεισμούς και εμπνεύσεις, δύσκολο να επιλέξω. Αν έπρεπε να σκεφτώ καλά, θα έλεγα την ταινία «Περσόνα» του Μπέργκμαν και τη φιλμογραφία του γενικά, τα κείμενα του Σαραμάγκου, τις μουσικές των SigurRos, την Αμοργό που είναι ένα φυσικό έργο τέχνης, και τα Peanuts, αυτή την παρέα του Charlie Brown που δεν μεγαλώνει ποτέ.
Ποιο είναι το μεγαλύτερό σου όνειρο;
Δεν έχω. Δεν κάνω όνειρα, ποτέ δεν έκανα, με την έννοια να χτίζω κάτι άπιαστο ή μεγαλεπήβολο στο μυαλό μου. Από μικρός φοβόμουν την απογοήτευση, τη διάψευση, επομένως έμαθα σε μικρούς στόχους που ο ένας σε πάει στον επόμενο και στον επόμενο και όλη αυτή η διαδρομή για άλλους φαίνεται ονειρική, για μένα είναι αποτέλεσμα χιλιάδων μικρών κόπων που μπήκαν σε σειρά. Όνειρο είναι να μπορώ να προσφέρω, να δημιουργώ και να συγκινούμαι με τους ανθρώπους μου κι αυτούς που φέρνει η ζωή μπροστά μου.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος, αν φοβάσαι, και τι κάνεις για να τον αντιμετωπίσεις;
Μην κάνοντας όνειρα, με έναν τρόπο έχω μάθει να μην έχω και φόβους. Σίγουρα έχω ένα σφίξιμο όποτε μπαίνω σε αεροπλάνα, σκέφτομαι αν τα γηρατειά θα είναι εύκολα ή η αν καταφέρω να τα φτάσω, αλλά γενικά έχω μάθει να προσαρμόζομαι στη ζωή πιο εύκολα απ’ ό,τι θα πίστευα, όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα και η φιλοσοφία μου τα αγκαλιάζει, όλα είναι αφορμή για δράση, για σύνδεση, για σκέψη. Επομένως σε όλες τις δράσεις απαντάω με δράση κι αγκαλιά.
Γιάννης Καφάτος
Βρείτε τον Μάριο Μάζαρη / schoolmarius στο Instagram