Η «Δευτέρα Παρουσία», το μυθιστόρημα της Τζούλιας Γκανάσου (Εκδόσεις Καστανιώτη) είναι μια αναγνωστική απόλαυση λόγω του ιδιαίτερου στιλ γραφής αλλά και μια κραυγή αγωνίας, μια καταγραφή, ένα χρονικό τρόμου που υφίστανται σήμερα οι γυναίκες στις εμπόλεμες περιοχές. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο η συγγραφέας έχει ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ της μυθοπλασίας και πάνω από την κόλαση της πραγματικότητας.
Ηρωίδες του βιβλίου, εκτός από τις δύο γυναίκες που έχουν αποφασίσει να επιβιώσουν από τους καταστροφικούς βομβαρδισμούς και τους περιφερειακούς – αλλά ζωντανά πλασμένους χαρακτήρες του, είναι τελικά όλες οι γυναίκες που πρέπει να αντιμετωπίσουν τη βία του πολέμου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και τη βία που υπάρχει εναντίον τους και χωρίς να βρίσκονται σε εμπόλεμη ζώνη!
Η γυναίκα στο επίκεντρο, ως θύμα, θύτης, ηρωίδα, αγωνίστρια, άνθρωπος που αγωνίζεται. Ίσως αυτή η φράση περικλείει όλη την ουσία του βιβλίου της Τζούλιας Γκανάσου, «Δευτέρα παρουσία».
Και ενώ το περιεχόμενο του βιβλίου είναι βαθιά πολιτικό, με τις απαραίτητες παραπομπές σε συνδέσμους που παραπέμπουν στα πραγματικά γεγονότα που γίνονται αφορμή για να πλάσει τις ιστορίες της η συγγραφεάς, (όπως η εκμετάλλευση γυναικών για την παραγωγή …παιδιών) την ίδια ώρα απολαμβάνουμε έναν ποιητικό – κάποιες φορές – λόγο με περιγραφές που, κι αυτές, ακροβατούν στον λογοτεχνικό λυρισμό και την σκληροτράχηλη δημοσιογραφική καταγραφή ακροτήτων με μια υπέροχη, για τον αναγνώστη ισορροπία.
Μόλις έκλεισα το βιβλίο ζήτησα από την Τζούλια Γκανάσου να απαντήσει στις ερωτήσεις μου, και την ευχαριστώ για τον χρόνο που μου αφιέρωσε!
Θα ήταν ύβρις να συγκρίνουμε ή να προβάλουμε τον αγώνα που δίνουν οι γυναίκες-ηρωίδες του βιβλίου σου με την προσπάθεια κάθε γυναίκας να επιβιώσει σε ένα «πολεμικό περιβάλλον» που την έχει ακόμη στην άκρη;
Δεν θα ήταν ύβρις, ίσα ίσα… Οι ηρωίδες στη «Δευτέρα παρουσία» αντιπροσωπεύουν αυτό ακριβώς το είδος: τις γυναίκες που αγωνίζονται με σώμα, λόγο και ψυχή κάθε ώρα, κάθε μέρα, σε κάθε «πολεμικό» περιβάλλον προκειμένου να διαφυλάξουν τη θέση τους στον κόσμο, τη «φωνή» τους, την ανεξαρτησία τους και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα για όλα τα έμβια πλάσματα στη Γη.
Πώς γεννήθηκαν οι ηρωίδες της «Δευτέρας παρουσίας»;
Το βιβλίο ξεκινάει με την σκηνή όπου μια εγγονή και μια γιαγιά βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του σπιτιού τους την ώρα που η πόλη όπου διαμένουν, βομβαρδίζεται. Η έφηβη Άννα προτείνει να βρουν καταφύγιο. Η γιαγιά Όλγα αρνείται. Η Άννα διαπιστώνει ότι τα πόδια της Όλγας έχουν παραλύσει. Τότε, η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι. Αυτή η συνθήκη προέκυψε από όταν άρχισα να συμμετέχω ενεργά στη φροντίδα των γονιών μου λόγω ασθένειας του πατέρα μου. Η αίσθηση ότι τα χέρια τους, ανεξάρτητες οντότητες – ζυμάρια – φλεγόμενοι κισσοί τυλίγονταν γύρω μου και η βαθιά επιθυμία να βοηθήσω – να «διασώσω» τους δικούς μου, γέννησαν την ιδέα του διττού σώματος, τη σύμπραξη της γιαγιάς και της εγγονής και τη δράση τους σαν ένα νέο, ζωντανό σώμα. Οι υπόλοιποι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου γεννήθηκαν είτε στην πορεία της αφήγησης, είτε στην πορεία της έρευνας μιας και η ιστορία στη «Δευτέρα παρουσία» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, στη Λωρίδα τη Γάζας και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Το διττό σώμα, τι συμβολίζει στο βιβλίο αλλά και στη ζωή σου αφού το χρησιμοποίησες πάνω από μια φορά;
Το διττό σώμα συμβολίζει την ενεργή σύμπραξη και αλληλεπίδραση του παλαιού με το νέο, του ατομικού με το συλλογικό με όραμα έναν καλύτερο κόσμο. Έχει βαθιά ανθρωπιστικό, επαναστατικό και αντιρατσιστικό χαρακτήρα. Το διττό σώμα της εγγονής με την γιαγιά στην πλάτη, το διττό σώμα των παρένθετων μανάδων οι οποίες κυοφορούν «κατά παραγγελία», το διττό σώμα των γυναικών που κουβαλάνε ή θηλάζουν βρέφη σαν να είναι ενσωματωμένα επάνω τους, το διττό σώμα των εραστών όταν σμίγουν, το διττό σώμα της νεκρής που γίνεται «φορείο» για την ετοιμόγεννη, της ζωής και του θανάτου που συνυπάρχουν συνέχεια, της «πατρίδας» που αφήνουμε πίσω και της «πατρίδας» που ελπίζουμε ότι θα χτίσουμε, το διττό σώμα που δεν αποδέχεται την ήττα, ελπίζει και παλεύει για μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, για μια «Δευτέρα παρουσία».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η σφαγή στη Γάζα πώς λειτουργούν στο μυαλό μιας συγγραφέως;
Με αναστατώνουν και με εξοργίζουν οι βομβαρδισμοί κατοικημένων πόλεων σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Παρακολουθώντας την περίπτωση των επιθέσεων στην Ουκρανία και στη Λωρίδας της Γάζας, οι εικόνες με συγκλόνισαν. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα και το υλικό για το πρώτο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με τη γιαγιά στη ράχη προσπαθούν να βρουν καταφύγιο στη βομβαρδιζόμενη πόλη. Ταυτόχρονα, έπεσαν στην αντίληψή μου βίντεο από το καταφύγιο μιας εταιρείας με παρένθετες μητέρες στο Κίεβο όπου συνεχίζεται η παραγωγή μωρών «κατά παραγγελία» καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό μου έγινε (τρόπον τινά) εμμονή. Έψαξα όλες τις πληροφορίες που υπήρχαν στο διαδίκτυο (και ήταν απρόσμενα πολλές) και έγραψα το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου η εγγονή με τη γιαγιά βρίσκονται «αιχμάλωτες» στο καταφύγιο με τις παρένθετες γυναίκες. Στο τρίτο μέρος στο οποίο οι ηρωίδες προσπαθούν να φτάσουν στα σύνορα, λειτούργησε η έρευνα και μια απελευθερωμένη (εντελώς) φαντασία.
Πιστεύεις ότι οι συγγραφείς έχετε «χρέος» απέναντι στην κοινωνία ή αυτό είναι ένα βάρος που σας το μετακυλύουμε όσοι δεν μπορούμε να συνασπιστούμε για να διεκδικήσουμε ή να πολεμήσουμε για κάτι;
Νομίζω ότι οι συγγραφείς γράφουν για ό,τι τους αφορά, τους ενοχλεί, τους «βαραίνει», τους «τσουρουφλίζει». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δέχονται τις προκλήσεις από την κοινωνία και από την προσωπική τους ζωή και τις μετουσιώνουν σε τέχνη. Δεν υφίσταται χρέος ή πίεση. Μόνο η ανάγκη για έκφραση – απεύθυνση, το αίτημα να υψωθεί μια κραυγή. Ας πούμε, εγώ «καιγόμουν» να ανοίξω μια συζήτηση για σύγχρονα ζητήματα όπως είναι οι βομβαρδισμοί άμαχων πληθυσμών σε κατοικημένες περιοχές, η εκμετάλλευση και η εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος από πολυεθνικές εταιρείες, οι γενοκτονίες με το άλλοθι ενός «πολιτισμένου» πολέμου, η περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων, το ζήτημα της καθημερινής διεκδίκησης των πλέον δεδομένων.
Πώς είναι η καθημερινότητα για μια γυναίκα στην Ελλάδα σήμερα;
Σκληρή, βίαιη, με πολλαπλούς (συχνά συγκρουόμενους) ρόλους, πιο ελεύθερη από ότι ήταν παλαιότερα και από ότι είναι ακόμη σε πολλά σημεία του πλανήτη, με πολλά θέματα υπό διεκδίκηση ή διαπραγμάτευση, με μεγάλο πεδίο για αγώνα.
Έχεις σκεφτεί πόσο δικό σου είναι μετά την έκδοσή του το βιβλίο, οι ηρωίδες/ήρωες και οι ιστορίες που διαδραματίζονται σ’ αυτό ή «ανήκει» στην κάθε αναγνώστρια/αναγνώστη;
Τα βιβλία λογοτεχνίας είναι ζωντανοί οργανισμοί. Ανήκουν σε όποιον τα αγγίζει και επιτρέπει στα κείμενα να εισχωρήσουν στο πνεύμα του. Αυτό είναι βαθιά συγκινητικό…
Και τώρα μια σειρά «μπανάλ» ερωτήσεων:
Βλέπεις τηλεόραση, πλατφόρμες, και γιατί και τι προτιμάς;
Βλέπω ξενόγλωσσες σειρές σε πλατφόρμες. Είναι (τρόπον τινά) το ηρεμιστικό μου…
Ποια βιβλία διάβασες το καλοκαίρι;
«Το πρόσωπο του άλλου» του Kobo Abe από τις Εκδόσεις Άγρα, το «Ανατολικός ανεμος – Δυτικός άνεμος» της Pearl Buck από τις Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, το «Λευκό τοπίο» της Ευσταθίας Δήμου από τις Εκδόσεις Ενύπνιο, το «αγκούσα» της Μαντώ Μάκκα από τις Εκδόσεις Νίκας, το «Δεν ήμουν άνθρωπος» του Osamu Dazai από τις Εκδόσεις Gutenberg.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο που ξαναδιαβάζεις σε διάφορες φάσεις της ζωής σου;
Ανατρέχω συχνά στον έξοχο Γ’ Τόμο «Ευρωπαϊκά Γράμματα – Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας» από τις Εκδόσεις Σοκόλη.
Αθήνα, νησί, ή εξωτερικό. Πού θα ήθελες να ζεις ιδανικά;
Αθήνα! Δεν υπάρχει άλλος τόπος όπου να είμαι ακριβώς ο εαυτός μου!
Πώς είναι μια μέρα σου και πώς περνάς τις νύχτες σου;
Οι μέρες μου είναι αφιερωμένες στη δουλειά, τη φροντίδα των αγαπημένων προσώπων και τη συγγραφή. Οι νύχτες μου είναι αφιερωμένες στην τέχνη και τη ζωή.
Και για να κλείσουμε: Τι φοβάσαι και πώς καταπολεμάς τους φόβους σου;
Φοβάμαι πως, κάποια στιγμή, θα αρχίσω να ξεχνάω και το καταπολεμώ λησμονώντας το!
Γιάννης Καφάτος
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.. Βιοπορίζεται από την Πληροφορική. Διηγήματα και κείμενά της για τη λογοτεχνία δημοσιεύονται σε εφημερίδες και ηλεκτρονικούς ιστότοπους πολιτισμού.
Έχει εκδώσει πέντε έργα πεζογραφίας. Το τρίτο βιβλίο της, «Ως το τέλος», ήταν υποψήφιο για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014» και για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα». Η νουβέλα, «Γονυπετείς», απέσπασε το «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018 και το Βραβείο Αφηγήματος «Μεσόγειος 2018» από το Παν/μιο του Έξιτερ. Το βιβλίο, «Γόνιμες Μέρες», ήταν υποψήφιο για το «Βραβείο Μυθιστορήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2022 και για το βραβείο «Ιστορίες Εγκλεισμού 2021» του λογοτεχνικού περιοδικού “World Literature Today”.
Διηγήματα και αποσπάσματα από τα βιβλία της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία (“Universal Cities” – Παν/μιο του Εδιμβούργου 2007, “Confinement Stories” – World Literature Today 2021, «Η Φωνή της» – Εκδόσεις Καστανιώτη 2023 κ.α.). Έχει συμμετάσχει σε διεθνή λογοτεχνικά φεστιβάλ στην ελληνική, την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα.