Βασιλική Πέτσα: Γράφω για να επεξεργαστώ θέματα που με δυσκολεύουν ψυχικά και για να διαβάσω κάτι που θα μου αρέσει – Συνέντευξη στον Γιάννη Καφάτο

Favorite

Συνηθίζουμε να θεωρούμε θύματα μιας τραγωδίας τους νεκρούς και τους τραυματίες. Το βιβλίο της Βασιλικής Πέτσα, «Δεν θα αργήσω» (Εκδόσεις Πόλις),  μας υπενθυμίζει, με θαυμαστό τρόπο ότι θύματα είναι και οι επιζώντες.

Η ανάγνωση της ιστορίας της παρέας που επέζησε και μέτρησε απώλειες σε μια από τις μεγαλύτερες αθλητικές τραγωδίες, το 1989 στο Σέφιλντ, στον Αγώνα Λίβερπουλ-Νότιγχαμ Φόρεστ, με του 89 νεκρούς και τους 776 τραυματίες είναι μαγική.

Η συγγραφέας έχει καταφέρει με μια δωρική λιτότητα, που την καταλαβαίνεις όταν κλείσεις το βιβλίο, να πει τόσα πολλά. Περιγράφει όλες τις λεπτές εσωτερικές διακυμάνσεις που μπορεί να διαλύσουν έναν άνθρωπο με έναν τρόπο που προσωπικά με σαγήνευσε.
Σαν ένα μοιρολόι που ξεκινάει ήπια και σιγά-σιγά γιγαντώνεται και γίνεται μια κραυγή που συνταράσσει όποιον βρει στο πέρασμά της.

Οι περιγραφές στο πρώτο μέρος μοιάζουν με ένα επαναλαμβανόμενο μάντρα που μας βάζει όμως στην καταιγιστική έκρηξη συναισθημάτων, στο δεύτερο μέρος, με τον κεντρικό ήρωα να μιλάει/σκέφτεται κοφτά, λαχανιασμένα, σαν να τρέχει να προλάβει το αναπόφευκτο.
Πολύ ενδιαφέρον έχουν κάποιες προτάσεις που είναι στα αγγλικά, κάνοντας μας να μπούμε ακόμη περισσότερο στο πετσί των επιζώντων και τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.

Οι περιγραφές της είναι απολύτως συμβατές με μια αισθητική αυτού που ονομάζαμε: «νέος βρετανικός κινηματογράφος» και βοηθάνε, φυσικά, τον αναγνώστη να μπει ακόμη πιο βαθιά στον κόσμο που κινούνται οι ήρωές της.

Το γεγονός ότι περιγράφει το αποτέλεσμα μιας πραγματικής ιστορίας που βύθισε στο πένθος τόσες οικογένειες και άφησε τις μετατραυματικές της πληγές στους επιζώντες κάνει το βιβλίο ακόμη πιο ενδιαφέρον.

Η Βασιλική Πέτσα στις 135 σελίδες του «Δεν θα αργήσω» καταφέρνει να μας πάρει από το χέρι να μας ανεβάσει στον Γολγοθά των ηρώων της και μετά να μας αφήσει να συνεχίσουμε μόνοι μας μια τρομερή κάθοδο ακολουθώντας την επιλογή του κεντρικού ήρωά της που είναι: επιζών, πενθών και πάσχων!

Το «Δεν θα αργήσω» είναι σίγουρα από τα βιβλία που διάβασα το 2024 και θα είναι στην λίστα με τα αγαπημένα της χρονιάς – αν αυτό έχει σημασία για κάποιον. Η απόλαυση της γραφής της Βασιλικής Πέτσα στο βιβλίο της αυτό, έγινε η αφορμή να αναζητήσω και τα άλλα της βιβλία.

Έκανα μια κουβέντα μαζί της με αφορμή αυτή την ιστορία της παρέας του Σέφιλντ που μετράει τις πληγές της και σας προτείνω να σπεύσετε να διαβάστε!

Πώς  αποφασίσατε να γράψετε για την απώλεια και τη διαχείρισή της;

Αν αληθεύει ότι κάθε συγγραφέας επανέρχεται στο ίδιο θέμα, υπό διαφορετική οπτική, σε κάθε του βιβλίο, ίσως οι πολλαπλές εκφάνσεις και νοηματοδοτήσεις της απώλειας να αποτελούν τη δική μου δεξαμενή ιδεών.  

Ο Κιθ, ο φίλος που χάθηκε, είναι παρών στο βιβλίο σας μέσα από τον τρόπο που συνεχίζουν τις ζωές τους οι φίλοι του. Έχετε αντιμετωπίσει εσείς κάποια απώλεια και πώς τη διαχειριστήκατε;

Όλοι μας, όχι; Νομίζω ότι οι συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων σημειώθηκε μια απώλεια παίζουν καθοριστικό ρόλο για τη διαχείρισή της.

Έχετε σκεφτεί στο πένθος, γιατί οι άνθρωποι κλαίνε; Για ποιον, τελικά κλαίνε;

Θα έλεγα περισσότερο για το κομμάτι του εαυτού τους που συρρικνώνεται, καθώς σταματά να εξελίσσεται η σχέση με τον άνθρωπο που χάθηκε.

 Πώς δουλέψατε την ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα και τους δικούς σας ήρωες που σίγουρα περιέχουν στοιχεία ανθρώπων που έζησαν την τραγωδία του Χίλσμπορο;

Η εξισορρόπηση επινόησης και πραγματολογικής ακρίβειας απαίτησε λεπτούς χειρισμούς, ιδίως από την άποψη της ηθικής. Επεξεργάστηκα μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και προσπάθησα να ενσωματώσω στοιχεία των θυμάτων σε ορισμένους ήρωες της ιστορίας – ήθελα να υπάρχουν στο βιβλίο, αλλά και να μην είναι ακριβώς αυτοί.   

Ποια είναι η δική σας σχέση με το ποδόσφαιρο;

Μάλλον ανύπαρκτη. Αλλά ίσως γι’ αυτό να ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, για να εξηγήσω κάτι που δεν καταλαβαίνω.

Ποιο κομμάτι του βιβλίου σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Ίσως, παραδόξως, η περιγραφή μιας οικιακής και εργασιακής κανονικότητας, επιφανειακής και εύθραυστης, στο πρώτο μέρος.

Επιλέγετε την περιγραφή ενός κρεσέντο συναισθημάτων με ένα συγκλονιστικό φινάλε για τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου σας. Είχατε σκεφτεί από την αρχή πώς θα ολοκληρώσετε το βιβλίο ή προέκυψε στην πορεία το φινάλε σας; (επίτηδες δεν το αποκαλύπτω…!)

Εξαρχής ήξερα πώς θα κινηθώ. Το χτίσιμο, όμως, προέκυψε στην πορεία.

Αν ήρωες του βιβλίου ήταν Έλληνες, θα τους είχατε δουλέψει διαφορετικά; Ή να το ρωτήσω αλλιώς: τα συναισθήματα έχουν εθνική ταυτότητα;

Η απάντηση είναι «ασφαλώς» και στα δύο ερωτήματα. Προσαρμόζει κανείς το ύφος ανάλογα με τα συμφραζόμενα· η έκφραση των συναισθημάτων αντλεί από συγκεκριμένα, κάθε φορά, πολιτισμικά ρεπερτόρια.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε και μόλις το κλείσατε είπατε: θέλω να γίνω συγγραφέας;

Κανένα: συνήθως διαβάζω βιβλία και χαίρομαι που οι άλλοι θέλησαν να γίνουν συγγραφείς.

Μετά από επτά βιβλία, ως αναγνωρισμένη συγγραφέας, μιλήστε μου λίγο για την ανάγκη σας να γράφετε;

Η αναγνώριση είναι σχετική έννοια, και πάντως λίγο με ενδιαφέρει. Συχνά, μάλιστα, η συνειδητοποίησή της λειτουργεί ως παγίδα. Γράφω, για να είμαι ειλικρινής, για λόγους εγωιστικούς: για να επεξεργαστώ θέματα που με δυσκολεύουν ψυχικά και για να διαβάσω κάτι που θα μου αρέσει.

Γράφετε κάθε μέρα, κάπως ως «άσκηση»;

Όταν ετοιμάζω κάποιο βιβλίο, ναι, το θεωρώ απαραίτητο να υπάρχει πρόγραμμα. Στα μεσοδιαστήματα, κυρίως διαβάζω βιβλία άλλων, εξίσου απαραίτητη άσκηση.

Πιστεύετε ότι τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής δίνουν διέξοδο σε κόσμο που έχει ανάγκη να γράψει ή βάζουν καλούπια life style στη γραφή;

Νομίζω ότι αν βασικός στόχος είναι η έκφραση, μόνο επωφελή μπορούν να είναι. Αν, αντιθέτως, πλην ίσως αναπόφευκτα, αναπτύξει κανείς φιλοδοξίες έκδοσης, σε περίπτωση αποτυχίας η αίσθηση ματαίωσης είναι ισχυρότερη.  

Υπάρχει «συμβουλή» για κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας;

Να διαβάζει λογοτεχνικά κείμενα που τον ξεπερνούν για να αποκτήσει αίσθηση του δικού του μεγέθους.

Ελλάδα-Βρετανία: Ποια χαρακτηριστικά της κάθε χώρας σας ταιριάζουν περισσότερο και ποια σας κάνουν να δυσφορείτε;

Δεν είμαι βέβαιη ότι υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε εθνικό επίπεδο. Από τις επιμέρους διαφορές (φύλο, τάξη, εθνικότητα, σεξουαλικότητα) και τον συνδυασμό τους προκύπτει μια ετερογένεια και μια ποικιλομορφία δύσκολα γενικεύσιμες. Πάντως, αν μιλάμε για όσα ορίζουν την επίσημη εικόνα μιας χώρας, καθώς έχω ζήσει και στην Ελλάδα και στην Αγγλία, η σχέση μου μαζί τους είναι αντιφατική: η εθνική υπερηφάνεια μου είναι ακατανόητη, η αίσθηση της πολιτισμικής οικειότητας όμως υπάρχει.  

Ποιο είναι το ιδανικό σας εικοσιτετράωρο;

Εμπεριέχει αρκετή και ποιοτική δουλειά και ουσιαστικό χρόνο με τους δικούς μου ανθρώπους.

Τι σας φορτίζει και τι σας κάνει να χαλαρώνετε;

Η αναίτια κακία και η απροσποίητη αθωότητα αντιστοίχως.

Τι φοβάστε και πώς καταπολεμάτε τους φόβους σας;

Τον θάνατο και την ασθένεια: Έχω μάθει να συνυπάρχω όπως-όπως με αυτούς τους φόβους, δεν νομίζω ότι μπορεί ποτέ κανείς να τους καταπολεμήσει. Την οικονομική δυσπραγία, τη δική μου και των υπολοίπων γύρω μου: ψηφίζω με συνείδηση.

Γιάννης Καφάτος

Σχόλια

Διαβάστε ακόμα

Scroll to Top