
«Οι σκιές του Νότου» του Λάζαρου Αλεξάκη (Εκδόσεις Διόπτρα) είναι ένας νουάρ χείμαρρος που σε παρασέρνει σε μια καταιγιστική δράση, ακόμη κι αν δεν έχεις ζήσει την εποχή των «ουφάδικων» Οι ήρωές του είναι τελικά τόσο σύγχρονοι που τελικά δεν έχει σημασία ο χρόνος της δράσης.
Το γεγονός ότι δεν μας λέει σε ποια πόλη γίνεται ό,τι συμβαίνει αφήνει το περιθώριο στον κάθε αναγνώστη να φτιάξει το δικό του σκηνικό και να ψάξει να βρει την αλήθεια μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις των ηρώων της ιστορίας. Δεν έχει νόημα να κάνω αναφορές στην υπόθεση (άλλωστε στο τέλος του άρθρου έχει ό,τι χρειάζεται να ξέρεις). Θέλω όμως να πω ότι το βιβλίο έχει ένα εξαιρετικό εξώφυλλο (στο τέλος της συνέντευξης θα μάθεις την μικρή ιστορία του) που τυχαίνει να μιλάει στην καρδιά μου, αφού το δικό μου φλίπερ για χωροταξικούς λόγους βρίσκεται σε ένα υπόγειο φίλου.
«Οι σκιές του Νότου» είναι η πρώτη μου επαφή με το έργο του δραστήριου κρητικού καθηγητή που ζει στην Κρήτη και καταπιάνεται με διάφορες μορφές της τέχνης, λατρεύει τη μουσική, και τις μηχανές και φαίνεται άνθρωπος με χιούμορ. Ας μη γνωριζόμαστε, νιώθω ότι ανήκουμε στην ίδια «φυλή».
Το μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε στα μέσα Οκτωβρίου είναι μια καλή ευκαιρία για διαδικτυακή «κουβέντα» μέχρι τα φέρει έτσι ο άνεμος και να βρεθούμε!
Πώς «γνώρισες» τους ήρωές σου;
Στο Ηράκλειο υπάρχει μια κεντρική πλατεία, τα Λιοντάρια. Δούλευα εκεί στο περίπτερο του πατέρα μου από παιδί. Σκληρή δουλειά, ειδικά όταν άρχισα πολύ μικρός ακόμα να κάνω νυχτερινές βάρδιες κρατώντας το περίπτερο μέχρι τις δυο το βράδυ, μερικές φορές πιο αργά. Έμενα μέχρι που σχολούσαν οι χαρτοπαικτικές λέσχες, μέχρι που πήγαιναν οι μεθυσμένοι σπίτια τους. Σύχναζα όπως πολλοί σε μπιλιάρδα, σε μπαρ όπως τον Νότο της ιστορίας αλλά και σε άλλα. Έκανα κόντρες, κοπάνες και διάβαζα Χάντερ Τόμπσον. Τους ήρωες των Σκιών τους γνώρισα λοιπόν στα εφηβικά μου χρόνια. Με τον Άγγελο που παίζει στα πικάπ βλεπόμαστε ακόμα. Πριν λίγες βδομάδες έμαθα ξανά νέα του Λεπάπιλον. Και φυσικά οι αναμνήσεις κάποιων καταστάσεων είναι πολύ δυσάρεστες, όπως ο διάλογος του ‘Αντώνη’ για τα κορίτσια στην Σιγκαπούρη για παράδειγμα.
Ποιος από τους ήρωες/ηρωίδες του βιβλίου σε δυσκόλεψαν περισσότερο ως προς την απόδοσή τους;
Η Έλλη. Είναι σύνθετος χαρακτήρας κι ας μην είναι τόσο έκδηλο στην γραφή. Δέχεται κακοποιητική συμπεριφορά που την περνάει σε δεύτερη μοίρα μέχρι να πληγωθεί κάποιος άλλος. Οι υπόλοιποι δεν με ζόρισαν τόσο, επειδή τους έχω ζήσει, και επειδή ήξερα ακριβώς πως σκέφτονται και πως θα αντιδρούσαν στις καταστάσεις που περιγράφω. Η Έλλη είναι από τα πρόσωπα που ακόμα και σήμερα σε κάνουν να γυρνάς το κεφάλι από την άλλη, κάνοντας ότι δεν βλέπεις, γιατί δεν μπορείς να το διαχειριστείς εύκολα. Η Μαρλίνα δεν γύρισε το κεφάλι, στάθηκε δίπλα της. Με τον τρόπο της έστω.


Γιατί έχω την αίσθηση ότι στις «Σκιές του Νότου» κάποιοι από τους χαρακτήρες του αυτονομήθηκαν και έβαλαν τον συγγραφέα σε «μπελάδες»;
Εδώ χτυπάς νεύρο. Έχω θέμα με τους χαρακτήρες μου. Δεν θέλω να χρησιμοποιώ κάποιον απλά σαν αφηγηματική υποστήριξη. Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, το Ομπλίκ, είχα κάποιον χαρακτήρα, τον Μπενουά. Έπαιζε ρόλο κλειδί μεν, περιορισμένο δε. Στο πρώτο πέρασμα είχα αποφασίσει να τον ξεφορτωθώ στο τρίτο κεφάλαιο. Μια χαρά θα έβγαινε το βιβλίο. Με βασάνιζε όμως αυτό, ότι έχει αποκτήσει κάποια υπόσταση και απλά τον σκοτώνω, με σεναριακά συμβατό τρόπο μεν αλλά τον σκοτώνω επειδή δεν μου είναι χρήσιμος.
Ξαναέγραψα μεγάλο μέρος του βιβλίου για να μείνει ο Μπενουά ως σχετικό κομμάτι της αφήγησης, ούτως ή άλλως γράφω χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, και στο τέλος ο Μπενουά ήταν έκπληξη για μένα, με την έννοια ότι έπαιξε ένα ρόλο που δεν τον είχα καν φανταστεί. Στις Σκιές συνέβη το ίδιο, ο Λεπάπιλον είχε λίγο πιο περιορισμένο ρόλο, ο Καψάς επίσης. Ήταν απλά φόντο. Μα δεν μου αρέσει αυτό. Θέλω να δίνω το λόγο σε όλους. Τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας, έστω. Η ηρωοκεντρική αφήγηση με κουράζει. Κανείς δεν είναι τόσο σημαντικός που να του δώσω όλο το βιβλίο. Στο επόμενο νουάρ που γράφω τώρα έχω το ίδιο θέμα. Χρειάζεται να τα ξαναστήσω όλα από την αρχή για ένα χαρακτήρα. Χαλάλι του. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες ήταν πάντα για μένα πιο ενδιαφέροντες, και περισσότερο απρόβλεπτοι.
Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης – Υπάρχει στο μυαλό του συγγραφέα όταν γράφει;
Δεν είναι στο μυαλό μου όταν γράφω, το θεωρώ δηλητήριο. Γράφω για να πω αυτά που θέλω. Έχω όμως μια ιδέα του ποιος θα ήταν ο ιδανικός αναγνώστης- κάποιος που θα καταλάβει με την ίδια άνεση μια πρώτη πρόταση που παραπέμπει στην Μις Ντάλογουέι ή στον Σαμ Σπέιντ, ένα ‘42’ που θα αναφέρεται στον Άνταμς, ή ένα Catch-22 του Χέλερ. Να έχει κατανόηση κατά προτίμηση όχι αποκλειστικά λογοτεχνική να έχει ζήσει καταστάσεις και μπορεί να κρίνει την σελίδα που διαβάζει. Κάποιος που μπορεί να φιλτράρει. Με ενδιαφέρει πάντα να ακούσω την άποψη κάποιου που φιλτράρει.


Θέλω να μου μιλήσεις λίγο περισσότερο για τη φράση «αν σταματούσε να κουνάει τους ώμους ο Μάρλεϊ, η Γη θα έχανε το ρυθμό της». ( τι θα κάναμε χωρίς τη μουσική;)
Ο Μάρλεϊ ήταν φίλος μου, ένας ήσυχος τυπάκος που άκουγε reggae στη γωνία του μπαρ του Νότου. Δεν ήταν κάτι ξεχωριστό, μα όταν είχατε ραντεβού στις 9 ερχόταν στις 9, όταν έμενες σου δάνειζε λεφτά, όταν δεν είχες μηχανάκι σου έδινε το δικό του. Πιστεύω ότι η ζωή συνεχίζεται χωρίς να έχουμε εξολοθρεύσει ο ένας τον άλλο επειδή υπάρχουν τυπάκια σαν τον Μάρλεϊ. Αυτοί που νιώθουν άσχημα μα κάνουν αυτό που πρέπει, που νιώθουν μοναξιά και την καταπίνουν, που λιώνουν τα παπούτσια τους στους δρόμους και μετά χορεύουν με τα ίδια λιωμένα παπούτσια κι ας πονάνε τα πόδια τους. Χάρη σε αυτούς υπάρχουμε. Και χάρη στο ρυθμό. Όλα στη γη έχουν ένα ρυθμό, μια γκρούβα. Μπορείς να το δεις μαθηματικά και να το μετρήσεις σε περιστροφές ή ταλαντώσεις, μα στη βάση της η ζωή είναι γκρούβα. Μερικές φορές χτυπάει off-beat μα το ξαναβρίσκει. Το rhythm section είναι οι Μάρλεϊ. Το επόμενο βιβλίο, που έχω στείλει ήδη στην Διόπτρα, είναι για κάτι τύπους σαν αυτόν, που ποτέ δεν θα γίνουν ήρωες.
Πιστεύεις ότι έχουμε πλέον στην Ελλάδα μια «φυλή» συγγραφέων που με όχημα την αστυνομική λογοτεχνία και το νουάρ, «μιλάνε» για τα κοινωνικά θέματα που μας απασχολούν;
Ναι, σίγουρα. Θυμάμαι όταν διάβασα τον «Εξευγενισμό» για παράδειγμα του Κώστα Φασουλόπουλου που έπλεκε ωραία το νουάρ με τον κοινωνικό προβληματισμό μιας πόλης που αλλάζει. Και, να σου πω την αμαρτία μου, το ‘ξερό’ νουάρ μου φαίνεται πλέον ελλιπές. Μπορείς να αγγίξεις πολλά μέσα από μια ιστορία.


Ένα άπιαστο όνειρο, τι μπορεί να κάνει σε κάποιον που το κυνηγάει, είτε πρόσωπο, είτε λογοτεχνικό ήρωα;
Αν είναι το σωστό όνειρο τότε οφείλει να τον ξεγελάσει και να τον καταστρέψει, συνήθως εν πλήρη γνώσει του. Ο Γιώτης του Νότου κυνηγούσε την γραμμή που ο ουρανός φιλάει τη θάλασσα, χωρίς να καταφέρνει να την πιάσει ποτέ.
Εσύ όνειρα άπιαστα έχεις;
Άπιαστα όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά που έχω τα έχω πετύχει στον βαθμό που θέλω. Ένα όνειρο ήταν να γράφω paperbacks, από τότε που άκουγα το ομώνυμο των Beatles. Να παίζω ηλεκτρική κιθάρα, να γράφω στίχους. Να καβαλάω μοτοσυκλέτες και να αρθρογραφώ για αυτές. Να φτιάχνω κόμικς που τους έχω λατρεία. Αν ξανάρχιζα τα ίδια θα έκανα. Δεν με ενοχλούν οι δρόμοι που δεν πήρα, όταν κάνεις επιλογές κλείνεις πόρτες.


Ποιο βιβλίο διάβασες πρόσφατα;
Miami Blues του Willeford.
Αν ήσουν μουσική και σινεμά, θα μας «συστηθείς» με τίτλους πέντε δίσκων και πέντε κινηματογραφικών ταινιών;
Ξέροντας ότι η επιλογή είναι καταδικασμένη να αλλάξει στο επόμενο τρίλεπτο, ξεκινάω από τις ταινίες με τυχαία σειρά:
1. The Fisher King
2. White Heat
3. The Thing
4. Rear Window
5. The French Connection
Τα πέντε βινύλια:
1. Ziggy Stardust – David Bowie
2. Pretzel Logic – Steely Dan
3. Alchemy – Dire Straits live
4. The Concert in Koln – Keith Jarrett
5. London Calling – The Clash
5. 77 – Talkin’ Heads
5. Heatwave – Last Drive
5. Meddle – Pink Floyd
Τι φοβάσαι και πώς ξορκίζεις τους φόβους σου;
Ότι όταν φύγω θα αφήσω κάποιους πίσω που αγαπώ πολύ, που όταν με χρειάζονται δεν θα είμαι εκεί. Δεν το ξορκίζω, το βιώνω και το δέχομαι. Είναι μέσα στο παιχνίδι, και το παιχνίδι δεν αλλάζει.
ΥΓ. Η επιβολή επιλογής πέντε βινυλίων συνιστά κακοποιητική συμπεριφορά και βάναυση μεταχείριση.
Γιάννης Καφάτος (σόρι για την κακοποιητική ερώτηση… μάλλον θα την ξανακάνω!)
Info – «Σκιές του Νότου» – Εκδόσεις Διόπτρα
Η ιστορία του Νότου είναι μια επιμελώς χαλκευμένη αλήθεια.
Το καλοκαίρι του 1987 είναι η καρδιά μιας ακόμα χρονιάς αμπαλαρισμένης με την ψευδαίσθηση μιας παντοδυναμίας συγκροτημένης από καλοστημένα ψέματα και απτούς, καθημερινούς μύθους.
Πομπές εφήβων οδεύουν προς ένα ηδονικό, τεχνικολόρ μέλλον, με τα κοπάδια των ορμών τους να κατασπαράζουν τις νύχτες τους.
Ήρωες της διπλανής πόρτας αναζητούν τις ονειρώξεις τους σε ηλεκτρικά τοπία.
Ένας κύκλος αίματος ξεκινάει όταν ο Γιώτης, ο ιδιοκτήτης του Νότου, ενός παραλιακού μπαρ μιας επαρχιακής πόλης, αποφασίζει να βοηθήσει μια δημοσιογράφο της Μεσογείου, τη Μαρλίνα, να εξιχνιάσει το παράξενο ατύχημα ενός νεαρού.
Μπάτσοι και βαποράκια, ντίβες και χαρτοπαίκτες, ευσυνείδητοι δολοφόνοι και αθώοι περαστικοί παρασύρονται σε μια ιλιγγιώδη πορεία προς το κενό, για να ανακαλύψουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα, εκτός από το να σώσουν τους εαυτούς τους.
«Στην άκρη του μπαρ καθόταν ο Μάρλεϊ. Ερχόταν κάθε βράδυ για να ακούσει τα ίδια τραγούδια, σιγοπίνοντας ένα Southern Comfort.
Όταν έμπαινε το I shot the sheriff ή το Knockin’ on Heaven’s, κουνούσε τους ώμους αργά στον ίδιο, απαράλλαχτο ρυθμό που έπαιζε στο κεφάλι του χρόνια τώρα.
Αυτός και δυο τρεις ακόμα ήταν σαν να προϋπήρχαν σε αυτές ακριβώς τις θέσεις, να κάθονταν στο κοσμικό πουθενά, σε μια αστρική λεωφόρο περιμένοντας να χτιστεί το μπαρ γύρω τους.
Ο Γιώτης πίστευε ότι αυτοί οι τύποι ήταν η κόλλα που κρατούσε κολλημένο το σύμπαν.
Αν σταματούσε να κουνάει τους ώμους ο Μάρλεϊ, η Γη θα έχανε τον ρυθμό της, το μπητάκι της, την αιώνιά της γκρούβα. Θα ξεκουρδιζόταν και σιγά σιγά θα σταματούσε.
Κανείς δεν θα γουστάριζε πια, τα δέντρα θα μαραίνονταν, τα ποτάμια θα στέρευαν και οι σαύρες θα σταματούσαν να πηδιούνται.
Γιατί, κύριοι, χωρίς την γκρούβα είμαστε χαμένοι, σκέφτηκε ο Γιώτης και ήπιε άλλη μια τζούρα».


H παράξενη ιστορία ενός εξώφυλλου. (από τη σελίδα του συγγραφέα στο Facebook)
Ξεκίνησα να γράφω τις Σκιές από μια εικόνα που ξέρω πολύ καλά. Ένα νεαρό να μπαίνει σε ένα arcade και να κατευθύνεται στα φλιπεράκια. Χωρίς να κάνω spoiler, αυτό δίνει μια κατεύθυνση στο μυθιστόρημα.
Πρώτον είναι κάτι που έκανα άπειρες φορές, μπαίνοντας στο Player’s House, ‘τότε’, και έπαιζα στο Harlem Globetrotters.
Μα είχε να κάνει και με κάτι άλλο. Πέρασα μια περίοδο της ζωής μου που πίστευα ότι όλα είναι σκάκι. Μετρημένα, λογικά. Ευτυχώς πέρασε γρήγορα, και συνειδητοποίησα ότι μοιάζει περισσότερο με τάβλι. Πρέπει να ‘χεις και ζάρι. Τώρα διανύω μια φάση που ξέρω ότι είναι φλιπεράκι. Γιατί όσο καλός και να είσαι κάποτε θα χάσεις.
Αυτή είναι μια από τις σκέψεις του βιβλίου που κράτησα για πάρτη μου, από τα μυστικά στο συρτάρι. Από αυτά τα μυστικά που έχεις την ικανοποίηση να ξέρεις μόνο εσύ. Μέχρι τη βραδιά που πήρα από την Viki Katsarou το εξώφυλλο συνοδευόμενο από το μήνυμα:
“Αγαπημένε μου, σου στέλνω τα εξωφυλλάκια μας. Μας αρέσουν όλα, αλλά ξεκάθαρα προκρίνουμε το δεύτερο το οποίο είναι κολάζ φτιαγμένο στο χέρι, κομμάτι κομμάτι, με χαρτιά που έχουν ζωγραφιστεί πριν κοπούν για να διατηρηθεί η αίσθηση του χειροποίητου και του ακατέργαστου και του λίγο παλιού και «χαλασμένου». Μετά έγινε φωτογράφηση της σύνθεσης και ψηφιακή επεξεργασία. Πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει άλλο τέτοιο εξώφυλλο στα ράφια, είμαστε τόσο μετριοπαθείς”.
Το φλιπεράκι είχε περάσει από τη μνήμη στο χαρτί, αλλά όχι απλά στο χαρτί. Η Eleni Kyriakidou διάβασε το βιβλίο, και έφτιαξε το φλιπεράκι κομμάτι κομμάτι, κάνοντας αδιανόητη δουλειά, και ανασυνθέτοντας ένα κομμάτι εφηβείας. Μερικά μυστικά είναι καλύτερα όταν αποκαλύπτονται.
Και μερικές φορές παίρνεις extra ball.
https://www.dioptra.gr/…/elliniki…/skies-tou-notou/
Και… λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε επιτυχώς στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό.
Σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και αργότερα Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου βράχηκε αρκετά, φορώντας πάντα τα λάθος ρούχα.
Φρόντισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του να έρθει σε επαφή με ένα ευρύ αριθμό επιστημών, κυρίως μπαίνοντας σε λάθος αίθουσες.
Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο, το οποίο πλέον λατρεύει. Αρθρογραφεί από το 2005 στο περιοδικό ΜΟΤΟ.
Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων, η πρώτη εκ των οποίων ψηφίστηκε στις 10 καλύτερες του 2016 στα βραβεία Public.
Έχει εκδώσει επίσης δύο μυθιστορήματα, το Ομπλίκ και το Μικρό Ταξίδι σε Δανεικό Χάρτη, καθώς και τρία κόμικς. Λατρεύει τις ταινίες noir, και την Agatha Christie.
Παίζει funk soul, jazz και γράφει blues στίχους. Γράφει μανιωδώς παντού εκτός από τα σημειωματάριά του, γιατί είναι πολύ όμορφα για να τα χαλάσει.
Leave a Reply