26/04/2024

Ένας και 2 και 3 και 100 πρωινοί καφέδες με τον Τζίμη


Για πρώτη φορά στ’ αυτιά μου ήρθε με την περιβόητη “πειρατική” κασέτα, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μέσα σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά, στο κέντρο της Επταλόφου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ξοδεύαμε ώρες και τάληρα για τα ηλεκτρονικά, αλλά ήταν το άτυπο “φροντιστήριο” στα μουσικά. Ο στίχος ήταν ασεβής, βρώμικος, πρωτόγνωρος.

Οι “Μουσικές Ταξιαρχίες” ήταν το “άλλο” που κολλούσε τόσο πολύ στην ανήσυχη εφηβεία μας, μας έδινε ένα έτοιμο υλικό για να αμφισβητούμε τα πάντα. Τους γονείς, τα κομματικά μαντριά, την Εκκλησία, εμάς τους ίδιους. Και καθώς το μαγαζί ήταν λίγα μέτρα από την εκκλησία και απέναντι από τα γραφεία του ΚΚΕ οι στίχοι “Κι εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου”, ή “θα ρίξω LSD στη λίμνη του Μαραθώνα, μπας και τη βρούνε οι ξενέρωτοι προλετάριοι»

Αργότερα, ως φοιτητής θα ήμουν πάντα παρών στις παραστάσεις στο “Κύτταρο” της Ηπείρου. Άλλωστε έμενα δυο βήματα απο κεί. Εκεί θα έβλεπα τον Τζίμη της σκηνής στις καλύτερες παραστάσεις που έδωσε στη ζωή του, κατά τη γνώμη μου.

Δεν έτυχε ποτέ να τον συναντήσω από κοντά, όλα αυτά τα χρόνια. Ποτέ μέχρι το 2008, όταν οι δρόμοι συνταντήθηκαν στον City Fm. Η εκπομπή του ήταν στις 12.30, η δική μου ήταν σαν κινητή εορτή. Άλλαξα τρεις φορές ώρα. Όταν έκανα την πολύ πρωινή εκπομπή τον συναντούσα στο μπαρ, μετά την εκπομπή μου και πριν από τη δική του. Αργότερα τον έβρισκα εκεί μετά το τέλος της δικής του και όταν προετοίμαζα τη δική μου για τις 3 το μεσημέρι. Την πρώτη φορά κάθισα στο ίδιο τραπέζι, μαζί με άλλους. Ήταν ο πιο λιγομίλητος της παρέας. Ευγενής, χαμηλόφωνος, σχεδόν ντροπαλός. Στη συνέχεια αυτή η συνάντηση στο μπαρ του σταθμού έγινε κάτι σαν «ραντεβού» που δεν είχε δοθεί ποτέ. Τον έβρισκα εκεί ή έμπαινε στο χώρο όταν εγώ ήμουν ήδη στον τρίτο καφέ. Ο Τζίμης δεν ανοιγόταν εύκολα. Ούτε ήταν αυτός που θα κυριαρχούσε στο χώρο. Είχε όμως πάντα αυτό το χαμόγελο του παιδιού που είναι έτοιμο να κάνει αταξία. Ήταν αρκετές οι φορές που βρεθήκαμε μόνοι στο τραπέζι. Μιλούσε ελάχιστα για την εκπομπή του. Μου έλεγε για κάτι που άκουσε στη δική μου, μου ζητούσε κάποιο ηχητικό που έπαιξα για να το παίξει κι αυτός. Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή ήμουν ευτυχής. Ο Τζίμης για μένα ήταν ολόκληρη σχολή στη σάτιρα μόνος του και το να σου λέει ότι η εκπομπή σου είναι απ’ αυτές που προτιμά να ακούει ήταν όσο να ‘ναι μια ισχυρή επιβεβαίωση.

Ο Τζίμης δεν ήταν τεμπέλης, δεν ήταν της αρπαχτής. Η εκπομπή του ήταν δουλεμένη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Τα κείμενα, τα τραγούδια, οι μαϊμού συνεντεύξεις απαιτούσαν δουλειά ωρών και ποτέ δεν θυμάμαι- είτε ως ακροατής, είτε ως «συγκάτοικος» στη ίδια συχνότητα- να παρέκαμψε ποτέ αυτόν τον κανόνα.

Το 2008 είχαν ήδη αρχίσει τα προβλήματα με την υγεία του. Δεν έπινε καφέ. Το συνηθέστερο ήταν ένας χυμός και ένα ελαφύ σάντουιτς. Τσιγάρο έκανε σπάνια. Ερχόταν στο καπνιστήριο που ήταν πάνω από την είσοδο και μου έλεγε με το βλέμμα του παιδιού που ετοιμάζεται να παρεκτραπεί «Ένα τσιγαράκι και για μας τους ασθενείς;»

Δεν έχει νόημα να αναφέρω όλα αυτά που άκουσα από το στόμα του. Γράφτηκαν ήδη πολλά και από ανθρώπους που τον ήξεραν καλύτερα, που τον έζησαν περισσότερο. Θα μου μείνουν κάποιες συζητήσεις πολιτικές, πολύ σοβαρές, το πώς σχολιάζαμε με το βλέμμα την είσοδο διαφόρων στο μπαρ, τα γέλια με τις ατάκες που μαζεύαμε, τη στιγμή που πλέκαμε τις «κάλτσες» του ΓΑΠ, τις ιστορίες με τον Σαββόπουλο και τον Χατζιδάκι, τη μουσική- πάντα η μουσική, που μπορεί να ξεκινούσε από προκλασσική, να περνούσε στο ρεμπέτικο και να κατέληγε σε ένα goth κομμάτι, το χαμόγελό του όταν γεννήθηκε η κόρη του. «Δεν ξέρω αν είμαι ώριμος να γίνω πατέρας», μου είπε γελώντας.

Το κλείσιμο του σταθμού σήμανε και το τέλος αυτών των συναντήσεων. Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία από κείνους τους πρωινούς καφέδες, αλλά ποτέ δεν επεδίωκα φωτογραφήσεις με «επώνυμους» Αυτές οι συταντήσεις ανήκουν στις αποσκευές μου, είτε υπάρχουν φωτογραφικά ντοκουμέντα, είτε όχι. Λίγο αργότερα κάποια παιδιά από τη δουλειά κανόνισαν μία έξοδο με τον Τζίμη. Μια αιφνίδια υποχρέωση με ανάγκασε να απουσιάζω. «Ο Σούλτας δεν θα έρθει;», ρώτησε ο Τζίμης μία φίλη, που μου το μετέφερε. «Την επόμενη φορά», της είπα. Δυστυχώς αυτή η επόμενη φορά είναι αυτές που τις παίρνει ο χρόνος.

Καλό ταξίδι, Τζίμη, ο Σούλτας μπορεί να μην ήταν σε κείνο το ραντεβού, αλλά να ξέρεις ότι δεν σε «έστησε». Βρίσκεσαι ανάμεσα σ’ αυτούς που με «μεγάλωσαν», αυτούς τους άτυπους συγγενείς, που τους επιλέγεις στη διαδρομή σου, που σου κληροδοτούν ένα στιχάκι, μια μελωδία, μια κουβέντα, λίγο πριν τελειώσει ο καφές. Και όλα αυτά είναι μια μόνιμη παρέα. Venceremos, Τζιμάκο.


mm
About Δημήτρης Σούλτας 575 Articles
Ο Δημήτρης Σούλτας εγεννήθη στη Θεσσαλονίκη, λίγο μετά την άφιξη του ηλεκτρισμού και μετά από 19 χρόνια κατέβηκε στην Αθήνα, με το τρένο το οποίο δεν είχε ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό ακόμα και σήμερα. Είναι ιδρυτής του κινήματος του υπαρκτού σουλταφερτισμού και δημοσιογράφος που πιστεύει ότι ο κόσμος θα αλλάξει, απλώς δεν έχει βρει ακόμα το κατάλληλο δοκιμαστήριο.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*